υπανοίγνυμι

υπανοίγνυμι
Α
βλ. ὑπανοίγω.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ανοίγω — (AM ἀνοίγω, Α και ἀνοιγνύω και ἀνοίγνυμι) 1. αποφράσσω κάτι, του αφαιρώ το κάλυμμα 2. (για δικαστικές πράξεις) αποσφραγίζω και κοινοποιώ 3. απομακρύνω από τη στεριά, φέρνω στο ανοιχτό πέλαγος 4. εγχειρίζω, τέμνω, κόβω το δέρμα 5. δημιουργώ, ιδρύω …   Dictionary of Greek

  • υπανοίγω — ΜΑ, και ὑπανοίγνυμι Α [ἀνοίγω] ανοίγω («ἄντρον ὑπανοίγει», Ιώσ.) αρχ. 1. ανοίγω κάτι από κάτω ή λίγο 2. ανοίγω κάτι κρυφά («ἡ δὲ τὸ δωμάτιον ὑπανοίξασα κομίζει τὴν πυξίδα», Λουκιαν.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”